τρωτότητα

τρωτότητα
η, Ν [τρωτός]
1. το να είναι κανείς τρωτός
2. στρ. οι επί τοῑς εκατό απώλειες τις οποίες υφίσταται ένα στρατιωτικό τμήμα από τα εχθρικά πυρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρωτότητα — η 1. το να είναι κανείς τρωτός (βλ. λ.). 2. η εκατοστιαία αναλογία απώλειας σε τμήμα στρατού από το εχθρικό πυρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”